- επορειχάλκωση
- [ης (-εως)] η покрытие бронзой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επορειχάλκωση — η επικάλυψη επιφάνειας με ορείχαλκο … Dictionary of Greek
γαλβανοπλαστική — Το σύνολο των μεθόδων με τις οποίες επιδιώκεται η μόνιμη εναπόθεση ενός συνεκτικού στρώματος μετάλλου πάνω σε ένα άλλο μέταλλο με τη χρήση ηλεκτρόλυσης. Ονομάζεται επίσης γαλβανοστεγίαγαλβανική επιμετάλλευση και έχει τις εξής εφαρμογές:… … Dictionary of Greek